ΚΑΤΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ, ΣΥΜΠΙΕΖΕΙ ΤΟ ΧΩΡΟ, ΚΑΙ ΑΟΡΑΤΟΣ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΗΝ 'ΥΒΡΗ" ( ΟΜΗΡΟΣ )
Του Γιώργου Β. Μιχαήλ
Στην πρώτη ραψωδία της ομηρικής Ιλιάδος, μαθαίνουμε ότι ο ιερέας του Απόλλωνος, Χρύσης, ήρθε στο στρατόπεδο των Αχαιών με πλουσιοπάροχα λύτρα, για να ζητήσει πίσω την κόρη του που την κρατούσε σκλάβα ο Αγαμέμνων. Έχοντας στα χέρια του το στεφάνι του θεού, ο Χρύσης παρακαλούσε τους Αχαιούς να δεχτούν τα λύτρα και να ελευθερώσουν την Χρυσηίδα. Όλοι συμφώνησαν πως πρέπει να σεβαστούν τον ιερέα και να κάνουν δεκτό το αίτημά του. Αλλά ο Αγαμέμνων είχε αντίθετη άποψη. Φέρθηκε άσχημα στον Χρύση και τον έδιωξε απειλώντας τον.
Φοβισμένος και πικραμένος, ο γερο-ιερέας εγκατέλειψε το στρατόπεδο των Αχαιών. Κι όταν έφτασε σε απόσταση ασφαλείας, στάθηκε για να προσευχηθεί στον Απόλλωνα, ζητώντας του να τιμωρήσει σκληρά τους Αχαιούς. Και ο θεός τον άκουσε.
Με έξοχο τρόπο ο Όμηρος περιγράφει την κατάβαση του οργισμένου Απόλλωνος από τον Όλυμπο και το ξέσπασμα της οργής του πάνω στους Αχαιούς.
Ας θυμηθούμε το κείμενο:
Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,
κατέβη από τες κορυφές του Ολύμπου θυμωμένος,
με τόξον και μ’ ολόκλειστην φαρέτραν εις τους ώμους.
Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη
ο χολωμένος και όμοιαζε την νύκτα, ως προχωρούσε.
Των πλοίων κάθισε αντίκρυ και απόλυσε το βέλος
και αχός εβγήκε τρομερός απ’ τ’ ασημένιο τόξο·
και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,
εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ’ ακόντια
αδιάκοπα· και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.
Η εικόνα έχει εκπληκτική δύναμη. Συμπιέζοντας τον χώρο, αφού δεν περιγράφει την διαδρομή την οποία ακολουθεί ο Απόλλων, ο ποιητής στέκεται στον ηχητικό και οπτικό απόηχο των κινήσεων του θεού.
Με κάθε κίνηση του Απόλλωνος τα βέλη βροντούν πάνω του, και ο ίδιος μοιάζει με την νύχτα καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών.
Ο ηχητικός και ο οπτικός απόηχος συνεχίζονται ακόμη κι όταν ο θεός σταματάει να βαδίζει και κάθεται «άντικρυ των πλοίων». Βλέπουμε τώρα το πρώτο βέλος να φεύγει και ακούμε τον τρομερό αχό που βγάζει το ασημένιο τόξο.
Στην συνέχεια, βλέπουμε τα πικροφόρα ακόντια να φεύγουν το ένα πίσω από το άλλο. Αλλά τώρα η ηχητική εντύπωση έχει μετατοπιστεί στο στρατόπεδο των Αχαιών, αφού εύκολα μπορούμε να φανταστούμε τις κραυγές αγωνίας και πόνου που προκαλούν τα βέλη του θεού. Η εικόνα κλείνει με μια σχεδόν βουβή οπτική εντύπωση: παντού καίνε οι πυρές των νεκρών.
Ας σταθούμε για λίγο στις λέξεις και τις φράσεις που κυριαρχούν στην εικόνα: κατέβη, («βη κάτω»), θυμωμένος («χωόμενος κηρ»), τόξον («τόξον»), ολόκλειστην φαρέτραν («αμφηρεφέα φαρέτρην»), εβρόντησαν τα βέλη («έκλαγξαν οϊστοί»), χολωμένος («χωόμενος»), όμοιαζε την νύκτα («νυκτί εοικώς»), αχός τρομερός («δεινή κλαγγή»), πικροφόρ’ ακόντια («βέλος εχεπευκές»), νεκρών πυρές («πυραί νεκύων»).
Η περιγραφή αρχίζει με την κατάβαση του θυμωμένου θεού από τον Όλυμπο. Τόσο η κίνηση προς τα κάτω όσο και ο θυμός του Απόλλωνος δεν προμηνύουν κάτι καλό. Υποψιαζόμαστε βέβαια, ήδη από την στιγμή που εισάκουσε τις προσευχές του Χρύση, ότι ο θεός θα τιμωρήσει τους Αχαιούς, αλλά δεν γνωρίζουμε το μέγεθος της ποινής.
Το γεγονός ότι ο Απόλλων κατεβαίνει θυμωμένος, αποτελεί μια πρώτη ένδειξη. Έχει σημασία ότι στο αρχαίο κείμενο ο ποιητής δεν λέει απλώς «χωόμενος» (= θυμωμένος), αλλά «χωόμενος κηρ» (= χολωμένος, θυμωμένος, οργισμένος στην καρδιά του).
Την λέξη «κηρ (το)» χρησιμοποιεί ο Όμηρος κυρίως για να δηλώσει την καρδιά ως έδρα της βούλησης. Ταυτόχρονα όμως, στον Όμηρο πάλι, η λέξη «Κηρ (η)» δηλώνει την θεά του θανάτου ή του ολέθρου, η οποία περιφέρεται στα πεδία της μάχης φορώντας ρούχα κόκκινα από το αίμα.
Η κατάβαση λοιπόν του οργισμένου στην καρδιά Απόλλωνος από τον Όλυμπο, θα μπορούσε να ανακαλέσει στην μνήμη του αρχαίου ακροατή την κατάβαση της Κηρός στο πεδίο της μάχης.
Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και το γεγονός ότι ο Απόλλων είναι πάνοπλος, με τόξο και ολόκλειστη φαρέτρα, σαν να ετοιμάζεται να πολεμήσει σε κάποιο πεδίο μάχης. Μάλιστα, καθώς κινείται, τα βέλη βροντούν μέσα στην φαρέτρα του, λες και βιάζονται να βγουν έξω και να ξεχυθούν προς τον στόχο τους.
Μοιάζει με την νύχτα ο Απόλλων, καθώς προχωρεί προς το στρατόπεδο των Αχαιών. Η παρομοίωση είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτική. Η λέξη «νυξ (η)» χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει καθετί σκοτεινό και φοβερό. Στον Όμηρο βρίσκουμε την λέξη συνδεμένη με τον θάνατο: «νυξ Άιδης», «νύχτα του θανάτου». Ο Όμηρος πάλι αποκαλεί την νύχτα (όπως και την Κήρα) «ολοή», δηλαδή «καταστρεπτική, ολέθρια, φονική».
Συνεπώς, ο οργισμένος Απόλλων κατεβαίνει σαν φονική νύχτα, μοιάζει με την νύχτα του θανάτου, φέρνει τον θάνατο. Κι όταν πια σταματάει και ρίχνει το πρώτο βέλος («ιός» = «βέλος», αλλά και «δηλητήριο»), «κλαγγή δεινή» βγαίνει από το ασημένιο τόξο του. «Κλαγγή δεινή». Ήχος φοβερός, τρομερός, φριχτός, άγριος, σκληρός, ήχος θανάτου. Είμαστε πλέον σχεδόν βέβαιοι ότι ο Απόλλων είναι, εδώ, ο θεός του θανάτου.
Πλήττει, χτυπάει πρώτα τα σκυλιά και τα μουλάρια. Κι αμέσως μετά, ρίχνει τα πικροφόρα ακόντιά του στους ανθρώπους. Ο ποιητής ξεκινάει από το λιγότερο σημαντικό θέμα, το χτύπημα των σκυλιών (που ελάχιστη αξία έχουν για τους Αχαιούς), προχωρεί στο περισσότερο σημαντικό, το χτύπημα των μουλαριών (που είναι πολύτιμα για τους στρατιώτες), και καταλήγει στο πιο σπουδαίο, στο χτύπημα των ίδιων των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί δηλαδή τον «νόμο των τριών»: σκυλιά – μουλάρια – άνθρωποι.
«Βέλος εχεπευκές» εξαπολύει ο τρομερός θεός εναντίον των Αχαιών. Βέλος δηλαδή οξύ, διαπεραστικό, αλλά και πικρό σαν φαρμάκι, σαν δηλητήριο -ή πικρό σαν τον θάνατο. Και έρχεται ο τελευταίος στίχος για να διώξει κάθε αμφιβολία. «Αιεί δε πυραί νεκύων καίοντο θαμειαί».
«Αδιάκοπα έκαιγαν πυκνές οι φωτιές των νεκρών, οι νεκρικές πυρές». Και πυκνές (δηλαδή πολλές, η μια κοντά στην άλλη) ήταν οι φωτιές, και αδιάκοπα έκαιγαν. Άρα οι νεκροί ήταν πολλοί –πάρα πολλοί.
Έχουμε λοιπόν μιαν εικόνα στην οποίαν κυριαρχεί ο θάνατος, από τον πρώτο στίχο μέχρι τον τελευταίο.
Πόσο όμως αριστοτεχνικά «ζωγραφίζει» αυτήν την φριχτή εικόνα ο Όμηρος! Σε εννιά ολόκληρους στίχους ο θάνατος δεν αναφέρεται πουθενά καθαρά. Υποβάλλεται έμμεσα, και μάλιστα σταδιακά, κλιμακωτά. Ακόμα και στον δέκατο στίχο, δεν ακούμε την λέξη «θάνατος».
Βλέπουμε μόνον τις φωτιές των νεκρών να καίνε πυκνές και αδιάκοπα. Ο θάνατος είναι ο ίδιος ο θεός. Είναι δηλαδή ένας θάνατος θεϊκός, μια θεϊκή τιμωρία.
Η θεϊκή τιμωρία έρχεται ως συνέπεια μιας ύβρεως, σαν κι αυτήν που διέπραξαν οι Αχαιοί. Και έχει, στο διηνεκές, τον χαρακτήρα του αναπόδραστου, του αναπόφευκτου (όπως μας διδάσκει ο Όμηρος και στην Οδύσσεια).
Εδώ και πολύν καιρό βιώνουμε τις απανωτές ύβρεις που διαπράττουν οι άρχουσες ελίτ εις βάρος της ανθρωπότητας. Όπως ο Αγαμέμνων σκλάβωσε την Χρυσηίδα και αρνήθηκε να την απελευθερώσει, παρά τις ικεσίες του πατέρα της, έτσι και οι εξουσιαστές αυτού του κόσμου σκλαβώνουν τους λαούς και αρνούνται πεισματικά να τους απελευθερώσουν.
Αλλά αυτή η εμμονή τους θα τους οδηγήσει στον όλεθρο. Σαν ένας άλλος οργισμένος Απόλλων, η συμπαντική δικαιοσύνη θα εκτοξεύσει τα πικροφόρα ακόντιά της και θα σπείρει τον (κυριολεκτικό ή μεταφορικό) θάνατο στις τάξεις των υβριστών.
Η ώρα πλησιάζει. Η ύβρις θα τιμωρηθεί, η ανθρωπότητα θ’ απελευθερωθεί, και θ’ αποκατασταθεί η τάξη. Όχι η Νέα, αλλά η Παλαιά, αυτή της αρχέγονης συμπαντικής δικαιοσύνης… Live 3D Globes Visitor
Σχόλια