ΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ;; ΕΚΤΟΣ ΑΠ" ΤΟΝ ΕΛ-ΛΗΝ "ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ" ;;;
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Ο ύμνος της Αθηνάς
ὦ μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι πασῶν Ἀθῆναι τιμιωτάτη πόλις Σοφοκλής |
[Προοίμιο]Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάλη,την παρθενιά, την προκοπή, τη γνώση, τη σοφία·στα χώματά σου τα ιερά, θεοχτισμένη Αθήνα,τέτοιο τραγούδι αιώνια ταιριάζει να γρικιέται.5Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάληκαι το δικό σου τ’ όνομα μαζί με το δικό τηςθα πλέξω στο τραγούδι μου ζευγαρωμένο, χώραπου βγήκες απ’ τα χέρια της κι είσαι του νου της λάμψη.Αέρα γαλανόφτερε και μοσχοβολισμένε,10ω! που αγκαλιάζεις πατρικά την γην αυτήν και κάνειςολόλαμπρες τις μέρες μας κι αχνόξανθες τις νύχτες,πάρε και το τραγούδι μου και λάμπρυνε κι εκείνοκαι σκόρπισέ το σε βουνά και δάση κι ακρογιάλια.Κάμποι, απ’ την άφταρτην ελιά λευκοπρασινισμένοι,15ταπεινοί βράχοι που καιρούς θυμίζετε ακουσμένους,δεχτείτε το λαχταριστό κι ακούστε το με πόνο,κι αντιλαλείτε το σκοπό, κρατάτε μου το ίσοαπ’ τις οχτιές κι απ’ τις σπηλιές, καλόβουλες νεράιδες. Και δώσ’ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με,20κι άλλα τραγούδια έχω για σε, πάντα για σε τραγούδια. Α΄Στον αγιασμένον Όλυμπον που έχει κορφές περίσσιεςκαι την αιώνια ξαστεριά κι απείραχτη γαλήνη,ποτέ δε φανερώθηκε τέτοιο μεγάλο θάμαωσάν το θάμα που έλαμψε μπρος στων θεών τα μάτια25την ώρα που γεννήθηκεν η Αθηνά η παρθένα.Εκεί που πρωτανέβηκε στου θρόνου του τα ύψηο Δίας, καινούριος νικητής και βασιλιάς του κόσμου,Όλυμπε, μήτε τράνταξες μήτε σείστηκες τόσο.Κι εκεί που πρωτοπέταξεν ίσια ψηλά σ’ εσένα30μες στων ερώτων τα φτερά απ’ τα νερά της Κύπρουτης ομορφιάς βασίλισσα η γελαστή Αφροδίτη,εσύ δεν αναγάλλιασες και θάμπωμα δε σ’ ήβρεσαν τότε που τινάχτηκε γεμάτη, αρματωμένηη μεγαλόκαρδη θεά μέσ’ απ’ το θείο κεφάλι,35σαν την κατάλευκη αστραπή μέσ’ απ’ το μαύρο νέφος.Παίζει γοργά στο χέρι της το δυνατό κοντάρι,γρικιέται σαν τρομαχτική βροντή το ανάκρασμά τηςαπ’ τ’ άστρα τα χαρούμενα κι ώς το θλιμμένον Άδηκαι τρέμουν γύρω τα βουνά απ’ την κορφή ώς τη ρίζα,40κι ανατριχιάζ’ η μάνα η Γη και της περνά απ’ το νου τηςπως πήρε ο Δίας απόφαση τον κόσμο να χαλάσει.Η θάλασσ’ αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει,σα να ζητά μεμιάς ψηλά στον Όλυμπο να φτάσεικι από σιμά τη νιόφερτη θεά να καμαρώσει,45και στα βαθιά, στ’ ανήσυχα, στα γαλανά της μάτιανιώθει την ίδια της ορμή πιο θεριεμένη ακόμα.Ο Ήλιος τα σταμάτησε κοντά να βασιλέψειτ’ άλογα τ’ ανυπόταχτα για να τη χαιρετήσει,και των πολέμων ο θεός ξαφνιάζεται που βλέπει50τη θεϊκή της παρθενιά πιο δυνατή από κείνον.Στην πλάση την απέραντη ποτέ του δεν ξανοίχτηο φωτισμένος Όλυμπος έτσι λαμπρός σαν τότε. Β΄Κι ο Άδης ο αμίλητος ζηλεύει που τη βλέπεικαι μες στα μαύρα Τάρταρα γοργά γεννοβολάει55κι από τα Τάρταρα γοργά στον κόσμο ξεπετάειτους Γίγαντες, κακά στοιχειά, τον κόσμο ν’ αφανίσουν.Νυχτώνει χώρα ολόκληρη του καθενός ο ίσκιοςκαι τα θεόρατα βουνά μοιάζουν παιδάκια εμπρός τους.Έχουν κεφάλια αμέτρητα κι εκατοστάδες χέρια,60κι όταν τα μύρια στόματα τ’ ανοίγουν και μουγκρίζουν,θαρρείς χιλιάδες δράκοντες, ταύροι, λιοντάρια, λύκοι,με μύριες κράζουνε φωνές και μια φοβέρ’ αφήνουν.Ποτέ τους δε σκορπίσανε στο νεύμα του θεού τουςμες στο βαθύν ωκεανό τέτοια φουρτούνα οι Άνεμοι,65σαν τέτοιο μαύρο σίφουνα, σαν τέτοια ανεμοζάλη.Και τα θεριά κουρνιάζουνε δειλά σαν περιστέρια,κερώνουν απ’ τον τρόμο τους και οι άδολες Νεράιδες·σα να τα πάτησε βαρύ ποδάρι αντρειωμένου,χορτάρια κι άνθη γέρνουνε ξερά· και τ’ άστρα ακόμα70μισοσβησμένα λαχταρούν σα λύχνοι δίχως λάδι.Σεισμός ξεσπάει, τα πέλαγα χωρίζονται και φεύγουν,άβυσσοι ανοίγονται, στεριές πετιούνται φλογισμένες,κι ολόκληρη η ζωή, φωτιά, νερό και γη κι αέρας,ίσαμε τότε χωριστά, σοφά συγυρισμένα75από τα χέρια των θεών στον τόπο του καθένα,πάλι ανταμώνονται μαζί και τυφλωμένα σμίγουν,πάλι το χάος άπλαστο κι απάντεχο προβάλλει!Όση λαμπράδα η Αθηνά σκορπά ψηλά στα ουράνιατόση μαυρίλα οι Γίγαντες βαθιά στη χτίση απλώνουν.80Στον Όλυμπο με μάνητα τα μάτια τους υψώνουνκαι λυσσασμένοι χύνονται να φτάσουν την κορφή του.Θαρρείς η νύχτα βάλθηκε να σβήσει την ημέρα!Τ’ άμετρα πλήθη των θεών και του Ολύμπου ακόμανιώθουν για πρώτη και στερνή φορά τον κρύο το Φόβο.85Κι όση ζωή κι αν έμεινε, βαθιά, σκιαχτά κρυμμένητο ανάσασμά της το κρατά να ιδεί τί θ’ απογίνει.Κουνιέται ο μέγας Όλυμπος σα δέντρο καρπισμένοπου για να ρίξει τον καρπό το σειούν απ’ τον κορμό του.Και σαν αυτούς που θέλουνε κάτι ψηλά να φτάσουν90και παίρνουν και σωριάζουνε πέτρες τη μια στην άλλη,έτσι κι οι Γίγαντες βουνά στα χέρια τους αδράχνουν,το ένα στο άλλο ορμητικά σωριάζουν, ανυψώνουνάσωστη σκάλα, αλύγιστη πρωτακουσμένη σκάλαν’ ανέβουνε στον Όλυμπον, οπὄχει τη Ροδόπη,95τον Πίνδο και το Πήλιο για σκαλοπάτι του έχει.Του κάκου ο Παντοδύναμος τ’ αστροπελέκια ρίχνεικαι ντύνονται οι αθάνατοι για να τους πολεμήσουνμ’ όλη τους την αρματωσιά και μ’ όλη τους τη δόξα.Σαν το χαλάζ’ οι κεραυνοί πέφτουν, ξεσπούν· κι εκείνοι100χιμάνε φοβερότεροι στων κεραυνών τη λάμψη. Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου,φέρτε βοήθεια στους πιστούς, σώστε τη μαύρη πλάση.Κι αν πάει ο μέγας Όλυμπος, κι αν τον πατήσει ο Άδης,η ροδοδάχτυλη αυγή δε θα γλυκοχαράζει,105η μέρα δε θα χύνεται, χρυσάφι αναλιωμένο,τα δειλινά λυπητερά δε θα χαμογελούνε,η νύχτα το πολύαστρο στεφάνι της θα χάσει,δε θα ’χουμε την άνοιξη με τα χελιδονάκια,ούτε τα καλοκαίρια μας με τα ξανθά τα στάχυα.110Θα φύγει το φθινόπωρο το καρποστολισμένο,δε θα μας σμίγουν στη φωτιά τα χιόνια του χειμώνα,θα σκάσει έξαφνα η ζωή σαν κύμα στο ακρογιάλι,κι ο άνθρωπος μες στο άσωστο και πύρινο σκοτάδισαν άστρο διαβατάρικο θα κυλιστεί, θα σβήσει,115και νιάτα και γεράματα και βάσανα κι αγάπεςμ’ ένα βαθύ αναστεναγμό όλα μαζί θα πάνε… Αλλ’ όπου ο Παντοδύναμος το θρόνο του έχει στήσειτου κάκου τρίζουνε σεισμοί και χύνονται φοβέρες.Τα διαμαντένια, ουρανικά κι απάτητα παλάτια120δεν τα πατούν κι οι Γίγαντες κι ας φτάνουν ώς τ’ αστέρια.Κι από τ’ αστέρια είν’ η κορφή του Ολύμπου πιο ψηλότερη.Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου,βοηθήστ’ εσείς τον Όλυμπο, σώστε τη μαύρη πλάση! Γ΄Τότε πετάχτηκες, θεά παντοτινή της νίκης!125Δεν είσ’ εσύ κακό στοιχειό, χέρια εκατό δεν έχεις,έχεις τρισεύγενη θωριά κι είσαι θεά παρθένα,κι η όψη σου είναι φοβερή στην αδικία μονάχα.Σα θάλασσα της χειμωνιάς τα μάτια σου αν σαλεύουν,κι αν η φωνή σου ακούγεται σα χαλασμός του κόσμου,130χίλιων γιγάντων δύναμη κι αν κρύβ’ η δύναμή σου,έτσι μεγάλη, δυνατή, κι ακίνητη σε κάνειη μεγαλόχαρη αρετή, μονάκριβη ομορφιά σου.Συ τους ανίκητους νικάς, τους Γίγαντες συντρίβεις.Ό,τι δεν κάνει ο κεραυνός, η λόγχη σου το κάνει,135κι οι χτύποι της ξαφνίζουνε τον παγωμένον Άδη.Χτυπάς, γκρεμίζεις, τιμωρείς, μνήματα ανοίγεις, θάφτεις.Το κάθε μνήμ’ ανθρωπινή ματιά δε σώνει νά βρεισε ποιά μεριά έχει την αρχή κι ίσαμε πού τελειώνει.Κι έχει βουνό αποπάνω του σημάδι το καθένα.140Ανοίγονται τα Τάρταρα να τους δεχτούν και πάλι,γυρνάνε πιο ασχημότεροι στου Άδη την αγκάλη.Γλίτωσεν ο Όλυμπος, χαρά! και λευτερώθη ο κόσμος,στο μέτωπό του η ξαστεριά λευκή ξανασκορπιέται,ο ουρανός περήφανος ξεφανερώνει τ’ άστρα,145η μάνα η Γη τα σπλάχνα της τ’ ανοίγει στα παιδιά της,και συγυρίζεται η ζωή, κι ένα τραγούδι ολούθεσκορπιέται: Δόξα, δόξα σοι, θεά παλικαρίσια! Δ΄Όμως ο μέγας Όλυμπος είναι στενός για σένα!Των ουρανών η ατέλειωτη γαλήνη σε βαραίνει,150δε σου χορταίνει την ψυχή το νέκταρ, η αμβροσία.Για σένανε άξιος Όλυμπος ο κόσμος όλος είναι,καταφρονείς την άπονη χαρά που στεφανώνειστ’ αμόλυντα ψηλώματα θεούς μακαρισμένους.Για σένα τα ωραιότερα κι απ’ όλα τα στεφάνια155είναι του κόπου ο ίδρωτας στο μέτωπο τ’ ανθρώπου.Απ’ το μεγάλον Όλυμπον πετάς και ξεμακραίνεις,διαβαίνεις πέλαγα, στεριές και δρασκελίζεις όρη.Κι όπου διαβαίνεις και περνάς της γης την όψη αλλάζεις,και δυναμώνεις τη ζωή, τον κόσμο μεγαλώνεις·160φωτίζει ο ήλιος τις ματιές κι εσύ το νου φωτίζεις.Πότε στη νίκη το οδηγάς το βήμα του λεβέντη,και πότε απείραχτη φυλάς την παρθενιά της κόρης.Σπρώχνεις τα χέρια ακούραστα στης προκοπής τα έργα,και κάνεις άξιο το κορμί και την καρδιά ημερεύεις.165Στους αντρειωμένους δείχνεσαι κι ακόμα πιο αντρειεύουν,και κίνδυνος απάντεχος όταν τους φοβερίζει,μέσα σε σύννεφο χρυσό τους κρύβεις, και γλιτώνουν.Με το βαρύ του ρόπαλο και ο Ηρακλής χτυπάει,κι εσύ του σημαδεύεις, θεά, το κάθε χτύπημά του.170Εσύ στον Άργο δύναμη φυσάς να μαστορέψειτο πλοίο το πρωτοτάξιδο που σχίζοντας το κύμακάνει στο αδούλωτο στοιχειό τον άνθρωπον αφέντη.Εσύ το νου φανέρωσες του κόσμου κυβερνήτηκι απάνου στην πλατιά στεριά και στα βαθιά πελάγη.175Και τίνος τα καμώματα τ’ αστόχαστα δεν παύεις;Και ποιόν απ’ τον παράλογο το δρόμο δεν ξεκόβεις;Στα ύψη, το ανυπόταχτο πέταγμα του Πηγάσουμε χαλινάρι ολόχρυσο κρατάς, και το ρυθμίζεις,και κάτου, απ’ τα ξανθά μαλλιά τραβάς τον Αχιλλέα180μες στων Ελλήνων το στρατό, στους κάμπους της Τρωάδαςέτοιμο μ’ άδικο σπαθί το δίκιο του να πάρει.Ντύνεις με της υπομονής το ατσάλι που βαστάειτων γυναικών τις τρυφερές καρδιές οπού αγαπούνε,σε κάθε κόρην άπειρη που τρέμει σαν πουλάκι185χαρίζεις γνώση κι αφοβιά, και κάνεις Πηνελόπηκαι τη γυναίκα, Ναυσικά και την παρθένα κάνεις! Απ’ άκρη σε άκρη σε βουνά και κάμπους κι ακρογιάλια,στην ήμερη πατρίδα μου, στην ξακουστήν Ελλάδα,κι απ’ τα νερά και του Αξιού κι ώς του Μαλέα τα βράχια190κι απ’ το γαλάζιο Ιόνιο στο ζαφειρένιο Αιγαίοκι απ’ την καμένην Αφρική και πέρα ώς τη Σκυθία,όπου το πόδι σου πατάς και τη ματιά σου ρίχνεις,η πλάση από τα πρώτα της τα νιάτα ακόμα πλούσια,που λες δεν έχει κούραση, γεράματα δεν έχει195κι όλο γεννάει θεόμορφα παιδιά γιγαντεμένα,κάνει τους άντρες ήρωες, πεντάμορφες τις κόρες,με καλοκαίρια ολόδροσα, και ολόγλυκους χειμώνες,απλώνεται πιο λαμπερή, φαντάζει πιο μεγάλη.Και στων ανθρώπων τις καρδιές βαθιά ριζώνεις, θρέφεις200μαζί τον πόθο της δουλειάς, τον πόνο της πατρίδας·δόξα σοι, δόξ’ αθάνατη κυρά παλικαρίσια! Ε΄Των τραγουδιών οι αντίλαλοι κι οι βρόντοι των αρμάτωνζευγαρωμένοι ακούγονται μες στο γοργό σου διάβα.Περνάς· τα κάστρα τα ψηλά τα σιδεροχτισμένα205σωριάζονται, συντρίβονται σαν νά ητανε γυαλένια,αν έτυχε και τα ’χτισαν τα χέρια των αδίκων.Περνάς, και χώρες ταπεινές, ξαρμάτωτες, μονάχες,θεριεύουν κι είν’ ανίκητες, φτάνει το δίκιο να ’χουν·απλώνεις την ασπίδα σου και τις αποσκεπάζεις.210Κι ενώ κρατείς φαρμακερό κι αλάθευτο κοντάρι,κι ενώ προστάζεις δούλους σου το Θάνατο, το Φόβο,έχεις πιστή συντρόφισσα την πλουτοδότρα Ειρήνη,κι η Νίκη εσέν’ ακολουθά με τη Δικαιοσύνη.Περνάς, συνάζονται οι λαοί στα καρπερά χωράφια215κι οι βασιλιάδες κάθονται στη μέση σαν πατέρες,και διαλαλούνε οι κήρυκες κι ακούνε τη φωνή τουςπεζοί και καβαλάρηδες και βγαίνουν και παλεύουν,κι οι νικητές περήφανα φορούνε και τους πλέκουντίμια στεφάνια απ’ τα κλαριά της δάφνης και της λεύκης·220κι οι μεγαλόφωνοι ποιητές γεμάτοι από το φως σουστη λύρα την εφτάχορδη τη νίκη τους παινεύουν.Τα βόδια τα δουλευτικά της γης τα σπλάχνα οργώνουνκι ακολουθά κατάκοπος ο ζευγολάτης· όμωςμια θύμηση ακριβότατη τον κόπο του αλαφρώνει·225τον καρτερά η γυναίκα του στην πόρτα του σπιτιού τουνα τον ποτίσει με κρασί το βράδυ σα γυρίσει.Παρέκει γάμοι γίνονται κι αντιλαλούν φλογέρες,και παν εμπρός οι νιόνυμφοι και πίσω οι συμπεθέροι.Στ’ αμπέλια πλούσια κρέμουνται τα κόκκινα σταφύλια,230τρυγούνε οι νιοι και πλάι κι οι νιες με τα πλεχτά καλάθια,κι όταν τελειώνει ο τρυγητός, χοροί, χαρές αρχίζουν,και λυγερόφωνο παιδί πικρό τραγούδι λέει,λέει το τραγούδι το παλιό του νιου που πήρε ο Χάροςσα δροσερό τριαντάφυλλο στου Τρυγητή το κάμα.235Περνάς, κι ανθρωπινότερο τον άνθρωπο τον κάνεις,σαν αστραπή, σαν άνεμος παντού ταράζεις, λάμπεις,τ’ άστρα το φως σου ζήλεψαν κι οι αϊτοί το πέταμά σου! Και μόνο σαν αγνάντεψες στο διάφανον αέρατη χώρα τη διθάλασση που ολομεσίς φυλάνε240από την μιαν ο Υμηττός και ο Πάρνης απ’ την άλλη,σαν αδερφή μονάκριβη δυο αντρειωμέν’ αδέρφια,και που έχει χάρες κι εμορφιές, αλλά της λείπει ακόματ’ αρμονικό σου τ’ όνομα κι η σκέπη σου κι η δόξα,τότε μονάχα στάθηκες, χαμήλωσες, κατέβης245εδώ στην μεγαλόπρεπην Ακρόπολην επάνω,καθώς τρανή βασίλισσα στο θρόνο το δικό της.Παλάτι σου είν’ ο Όλυμπος, κι η Ελλάδα είναι ναός σου,και του ναού σου ο πιο λαμπρός βωμός είν’ η Αθήνα! ΣΤ΄Αθήνα! χρυσοστέφανη και τιμημένη χώρα!250οι μεγαλόχαροι θεοί επάνω σου αγρυπνούνεκαι φεύγουν απ’ τον Όλυμπο για να ξεκουραστούνεστη γη σου τη βραχόσπαρτη. Γιατί εδώ πέρα βρίσκουνπως πιο πολύ με τους θεούς ο άνθρωπος ταιριάζει,γιατί εδώ πέρα η προσευχή πιο γκαρδιακή ανεβαίνει,255ακούγεται γλυκύτερη των ποιητών η λύρα,και το καθάριο το νερό και το ξανθό το μέλικαι το χιλιάκριβο ποτό που διώχνει τις φροντίδεςπροσφέρονται μ’ αγνότερη ψυχή στους αθανάτους,και τις εικόνες των θεών σκαλίζουν οι τεχνίτες260πλέον πιστά κι αληθινά στο μάρμαρον επάνωπου την κρατάει ανάλλαγη τη φωτερή του ασπράδα.Εδώ βροντά κι αστράφτει ο Δίας και τους κακούς παιδεύει,τ’ αγαπημέν’ αντρόγυνα καλοτυχίζεις, Ήρα,κι ο μεγαλότοξος θεός, ο Απόλλωνας, ο Ήλιος,265εδώ τις έμορφες πλανά μες στις σπηλιές και πλάθειαπό θνητές βασίλισσες ισόθεους βασιλιάδες.Εδώ κι ο Έρωτας φτερά διπλώνει και φωλιάζει,και δεν πεθαίνει ο μέγας Παν, και πλούσια τα σκορπάνετα στάχυα της η Δήμητρα, τα ρόδα η Αφροδίτη.270Κι ο γλυκομίλητος Ερμής άγρυπνος παραστέκεικι άξιο το κάνει το κορμί στο πάλεμα, στο δρόμο,και φτάνουν οι Ώρες πιο γοργές και οι Χάριτες πιο νέες,και μέσα στο δροσόβολο και καθαρόν αέραστήνουν ασύγκριτους χορούς του Παρνασσού οι παρθένες.275Τρέχει, μουγκρίζει ο Κηφισός, ταύρος αγριεμένος·χίλιες βρυσούλες απ’ αυτόν σαν κόρες του δροσάτεςχύνονται μες στη λαγκαδιά, σκορπίζονται στον κάμπο,χίλια λουλούδια από της γης ξεθάφτοντας τα σπλάχνα.Κι εδώ γυμνά αστεφάνωτα ποτέ δεν απομένουν280ούτε οι βωμοί, ούτε τ’ αγνά κεφάλια των παρθένων.Ανθίζουν οι τριανταφυλλιές, γελούν κι οι ανεμώνες,και είν’ οι βιολέτες άσωστες, περήφανα τα κρίνα,και ο δροσερός υάκινθος κι ο νάρκισσος κρατούνετην πρώτη ανθρωπινή ζωή μες στα χλωρά τους φύλλα,285σαλεύουν δροσοστάλαχτα και λες πως κρυφοκλαίνε.Της νύχτας οι φριχτές θεές, του ενόχου οι βασανίστρες,με τα φιδίσια τους μαλλιά, τα χάλκινα τα πόδια,εδώ έχουν δάση απάτητα και μυριοκαρπισμέναπου δεν τα δέρνει κι ο βοριάς κι ο ήλιος δεν τα καίει,290που βήμ’ ανθρωπινό ποτέ δεν τα ’χει σημαδέψει,και που λαλίτσα ανθρωπινή ποτέ της δε γρικήθη,και μόνο αθώα, φιλέρημα πικρολαλούν τ’ αηδόνια. Εδώ τα πάντα ευγενικά θεϊκά πλασμένα πάντα!Πέρα γυαλίζ’ η θάλασσα κι είν’ απλωτή σαν κάμπος,295Κι εδώ είν’ η γη καμαρωτή σαν κυματούσα θάλασσα.Εδώ κανείς ίσκιος βαρύς δεν κάθεται στα μάτια,εδώ ψηλώματ’ άφταστα, περίσσιες πρασινάδεςδεν κρύβουν σε καμιά μεριά τη γη, δεν τη χαλούνε,απλά, σεμνά, προσεχτικά, γραφτή με το κοντύλι.300Κι ολόβαθος ο ουρανός και πλουμιστός τα βράδιαπάντα τα μάτια είναι μπροστά που τον αναζητάνεπάντα. Εμορφάδ’ αρχοντική και μυστικά χυμένηκαι δε θαμπώνεις τη ματιά, που την ψυχή φτερώνεις!Η Αρμονία, νά, της Χρυσής Παφίας η θυγατέρα!305Η Αρμονία ξανθή ξανθή γεννήθηκ’ εδώ πέρα! Ζ΄Στην αγιασμένη Ακρόπολη στέκεις, θεά, κι αράζεις.Τόπο σού κάνουν οι θεοί, δειλά παραμερίζουν.Όμοια την ώρα που ψηλά κι αργά στα ουράνια πλάτιαπροβάλλει ασημοπρόσωπη βασίλισσα η Σελήνη,310μεριάζουν ευλαβητικά και χάνονται τ’ αστέρια.Τόπο σου κάνουν οι θεοί, σκιαχτά παραμερίζουν,γιατί ξανοίγουν πως κρυφά, σφιχτά μια λάμψη δένειτην εμορφιά της γης αυτής με τη δική σου χάρη.Κι η Ακρόπολη και αγνώριστη, γυμνή, παρθέν’ ακόμα,315ακόμ’ αστόλιστη κι απλή με τους φτωχούς βωμούς τηςφαίνετ’ αμέτρητες φορές ψηλότερη στα μάτιααπ’ τη στιγμή που πρόβαλες απάνου στην κορφή της.Απάνου στην Ακρόπολη το ξαγναντεύουν όλοιέξαφν’ απάντεχα τρανό και φωτερό περίσσια320το μυστικό το σύννεφο που κρύβει και δεν κρύβειστο διαμαντένιο δίχτυ του τη θεϊκή θωριά σου.Κι απ’ το μεγάλο βασιλιά κι ώς το στερνό το δούλοαθέλητα μαζώνονται και κατά κείνο τρέχουν.Μια δύναμη και ανίκητη τα πόδια τους φτερώνει.325Έτσι όταν μπαίνουν στα νερά των μαγικών Σειρήνωνπου απλώνονται ολογάλανα, βαθιά αποκοιμισμένα,γλιστρούν ολόισα στο νησί τ’ αδύνατα καράβια,και δεν ακούνε το κουπί και χάνονται στην ξέρα.Εσύ δε σβήνεις τη ζωή, εσύ ζωές χαρίζεις330κι απ’ τα παραστρατίσματα τον άνθρωπο γλιτώνεις.Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων,όμως οι θεοφοβούμενες καρδιές γοργοχτυπούνεσαν κάτι μέσα τους γλυκά να κρυφοψιθυρίζειπως ήρθεν ο αγνώριστος θεός που καρτερούνε,335ο λυτρωτής, ο δίκαιος, ο αταίριαστος, ο έναςμέσα στων άλλων των θεών τα ευλογημένα πλήθηπου θ’ αγκαλιάσει αυτή τη γη και θα τη μεγαλώσειμε τ’ όνομα, τη χάρη του, και μ’ όλη του τη δόξα!Εκείνος που δεν έμαθε κανείς πώς τονε λένε,340καιροί, γενεές τονε ζητάν και τονε λαχταρούνεκι απ’ τις μητέρες τα παιδιά κληρονομιά τον παίρνουν,κι οι γέροι κλειούν τα μάτια τους με τη γλυκιά του ελπίδα… Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων,όμως αφήνεις μια φωνή κι ακούνε τη φωνή σου.345Απ’ την πανάρχαια τη στιγμή που βγήκε από τα βάθητης αφρισμένης θάλασσας νιογέννητ’ η Αθήνα,κι αγάλια αγάλια πλάστηκε και αγάλια συγυρίστημε τα πελεκητά βουνά και τους γραμμένους κάμπους,τους κρυσταλλένιους ποταμούς, το ζωντανόν αέρα,350με των θεών την εμορφιά και με το φως του Ολύμπου,τέτοια φωνή δε μάγεψε ποτέ τους Αθηναίους! Η΄«Χαρά σ’ εσέ, χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη!Καμιά μεριά σ’ όλη τη γη, καμιά στην οικουμένηδεν ήβρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι.355Απ’ άλλες χώρες πέρασα γοργά γοργά τρεχάτη,και μ’ είδαν της Ελλάδας μου τ’ αγαπημένα μέρησαν άνεμο και σαν αϊτό και σύγνεφο κι αστέρι.Όμως σ’ εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω,και ρίζωσε η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο,360σαν το βαρύ Λυκαβηττό που ξαφνικά μια μέρακύλησε από τα χέρια μου και ρίζωσ’ εδώ πέρα. Μες στη χαρούμενη ζωή που σε περικυκλώνει,μέσα σ’ αυτήν παντοτινή τη δύναμή μου κρύβω,καθώς μια μέρα στις μυρτιές θα κρύψουν τα σπαθιά τους365δυο παλικάρια αθάνατα για να σε λευτερώσουν.Στου λουλουδένιου σου Υμηττού τα δροσισμένα πλάγιατο αγνό το μέλι οι μέλισσες ακούραστα δουλεύουν,όσο που νά ’ρθει μια στιγμή το δρόμο να τις δείξωνα παν να τ’ απιθώσουνε στου Πλάτωνα τα χείλη.370Προς της Πεντέλης την κορφή τα μάτια τους γυρνώνταςτης Τέχνης το μυστήριο θα παίρνουν οι τεχνίτες.Στα μάρμαρά της κρύβεται της εμορφιάς ο κόσμος!Θα νά βγει από τα βάθη της μια μέρα ο Παρθενώναςκαθώς από τη σκοτεινιά την άπλαστη του Χάους,375θεός γίγας βγήκεν ο Έρωτας με ολόχρυσες φτερούγες. Δικός σου είν’ ο πολύκαρπος της Ελευσίνας κάμπος,κι ο Πάρνης με τα έλατα και τ’ άγρια τα θηρία,και η άκρ’ η αφροστεφάνωτη του γαλανού Φαλήρου.Δικός σου είν’ ο λευκόφτερος κι ο γαλανός αέρας380που σου φυλάγει αμάραντη και δροσερή τη νιότη,κι ίσα σ’ εμέ γοργά το νου τού καθενός υψώνει.Δική σου είναι κι η θάλασσα που θα την αυλακώνουνμια μέρα τα καράβια σου τα κοσμοξακουσμένακαι θα σκορπούν σ’ άλλες μεριές και χώρες τ’ όνομά σου385και τρόμος θά ειναι στους εχθρούς και ζήλια στις Νεράιδες!Κι είναι δική σου ετούτ’ η γη που τα γεννάει περίσσιασύκα χλωρά, στάχυα ξανθά και κόκκινα σταφύλια.Ξέρω μεριές που εκεί οι καρποί χλωρότεροι φυτρώνουν,μα εσ’ είσαι η πλουσιότερη, γιατί καμιά δεν έχει390σαν τους δικούς σου τους καρπούς· καρποί σου οι Αθηναίοι!Σας δίνει η Δήμητρα γλυκιά του κάμπου την αγάπη,κι εγώ σάς δίνω τη βαθιάν αγάπη της πατρίδας·άσβηστη, αγνή, πρωτάκουστη αγάπη της πατρίδας·άνθος του δέντρου του ιερού που εδώ φυτρώνει πρώτα!395Γι’ αυτή μια μέρα κι ο Θησέας, λεβέντης βασιλιάς σας,θ’ αφήσει κάθε ανάπαψη και κάθε μεγαλείο,και θα διαλέξει δρόμο του το δρόμο που ίσα φέρνειπέρα στ’ αχόρταγο θεριό της μακρυσμένης Κρήτης.Γι’ αυτήν ο Κόδρος την πλατιά βασιλική χλαμύδα400θα τηνε κάμει σάβανο να πέσει να πεθάνει.Γι’ αυτήν οι Αριστογείτονες αντρειεύονται και παίρνουνενός τυράννου τη ζωή και δίνουν τη δική τους.Γι’ αυτή γεννάει σαν κεραυνούς τους στίχους του κι ο Αισχύλος,γι’ αυτήν πεθαίνει γαληνά στη φυλακή ο Σωκράτης,405κι απάνου κι ώς τον Όλυμπο φτερώνεται ο Φειδίαςκαι ξαγναντεύει τους θεούς και με το σκαλιστήριτους ξαναπλάθει ξάστερους και χρυσελεφαντένιους·γι’ αυτή θα κάμουν θαύματα και νιοι και γέροι ακόμα.Γι’ αυτήν οι νιοι θα ορκίζονται παλικαρίσιον όρκο,410κοντάρια, ασπίδες και σπαθιά ορμητικά κινώντας:Θα τα κρατώ τα όπλ’ αυτά και δε θα τα ντροπιάσωκαι μόνος και με συντροφιά κι εδώ κι όπου κι α λάχω,θα πολεμήσω ακούραστα κι αφρόντιστα θα πέσωκαι την πατρίδα μια φορά μεγάλη θα την κάμω,415και τους δικαίους θ’ αγαπώ και θα τιμώ τους νόμους,θα κατατρέχω τον κακό, θα σφάζω τον προδότη,κι ανίσως ψέματα μιλώ, κολάστε με, θεοί μου!Κι όταν με μάτι δολερό σε ξαγναντέψει ο Φτόνοςκι η ακοίμητη Διχόνοια τα δόντια της σου τρίξει,420και σα βρεθούμε στόματα κακό για σε να ειπούνεκαι στοχασμοί που ν’ αψηφούν τη φωτερή σου χάρη,χαρά σ’ εσέ, χώρα λευκή και χώρα δοξασμένη,κι ήρθεν η ώρα η φοβερή ν’ αστράψεις, να βροντήσεις,και να θαμπώσεις κάθε νου, να κλείσεις κάθε στόμα,425και τους επίβουλους θεούς να διώξεις ντροπιασμένους.Θ’ ανάψω τρέλα περισσή στα Περσικά κεφάλια,θα φέρω ασκέρια αμέτρητα κι απ’ της Ασίας τα βάθη,με τα καράβια των εχθρών θα κρύψω τους γιαλούς σου,και τότε το κοντάρι μου τρομαχτικά κινώντας430και τότε την αστραφτερήν απλώνοντας ασπίδα,θα πολεμήσω αδερφικά στο πλάι με τα παιδιά σου.Και θα περάσουν οι γενιές και θα διαβούν οι αιώνες,και στα βαθιά σου τα νερά και στα ψηλά βουνά σουθ’ αντιλαλιέται η νίκη σου, και θα γρικιέται ακόμα435ο απελπισμένος ο δαρμός, το σκούξιμο του Ξέρξη,για να το ακούν οι τύραννοι, να τρεμοκοκαλιάζουν!» Είπες· και ξάφνου σώπασες, μα πέρα ώς πέρα ακόμακαι στα βουνά και στις καρδιές αντιλαλούν ακόματα λόγια σου προφητικά, μυστήριο ολογιομάτα.440Ποτέ τ’ ανθρώπινα τ’ αφτιά δεν είχανε γρικήσειτέτοια βροντή που μέσα της τέτοια να κλει αρμονία,και σάλπισμα που να μιλεί και να ξεφανερώνεισε βάθη αγέννητου καιρού έναν καινούριο κόσμο. Θ΄Είπες και ξάφνου σώπασες, και πάλι ξαναρχίζεις:445«Σου δίνω ακόμα χάρισμα πρωτάκουστο, μεγάλο,το λευκοπράσινο δεντρί που αλλού δεν ξεφυτρώνει.Σημάδι αγνό στο μέτωπο της σπλαχνικής Ειρήνης,γέρνει μπροστά του ανώφελα και τα κοντάρια του Άρη.Κανένα χέρι ανθρωπινό δεν το ’χει φυτεμένο,450και δεν το γέννησεν η Γη σαν τα βλαστάρια τ’ άλλα,απ’ την πνοή μου είναι πνοή και φως από το φως μου·χιονόβολα δεν το χτυπούν και δεν το καίνε λάβρες,και τα πελέκια τα εχθρικά δε φτάνουν να το ρίξουν.Τέσσαρα μάτια απάνου του ακοίμητα αγρυπνούνε,455τα μάτια του πονετικού Διός, και τα δικά μου.Ποιά πίστη, ποιό αναγάλλιασμα, ποιά ευτυχία, ποιά νίκηθ’ απλώνεται στη γην αυτή βαθιά θεμελιωμένη,χωρίς και να τη διαλαλούν και να τη φανερώνουντης σεμνοπρόσωπης ελιάς τα φύλλα τ’ ασημένια;460Ποιό δέντρο απάνου στους βωμούς θα καίει και θ’ ανεβάζειγλυκύτερη την ευωδιά, τη φλόγα απ’ τα σφαχτάρια,άλλο απ’ το δέντρο της ελιάς το πολυτιμημένο;Και πού θα κάνει θαύματα και η θεϊκή μου εικόνα,παρά μονάχα σκαλιστή σε ξύλο ελιάς απάνου;465Στις πόρτες των καλότυχω σπιτιώνε που γεννιούνταιτ’ αρσενικά παιδιά, χαρά στα γονικά κι ελπίδα,σαν ποιό σημάδι θα τις πει τέτοιες χαρές κι ελπίδεςάλλο απ’ την πράσινην ελιά πλεγμένη σε στεφάνι;Στα φύλλα της τα ιερά δε γγίζουν παρά μόνο470χέρια παρθένας άδολης, χέρια πιστής γυναίκας.Και σαν του φίλου τη ματιά που σας γλυκοκοιτάζεικαι το γλυκοχαμόγελο στα χείλη σας γεννάει,την καλοσύνη θα γεννά μες στην καρδιά η θωριά της.Κι εκεί που θ’ αγωνίζονται στους κάμπους της Ελλάδας475τα παλικάρια τα καλά, δόξα, όνειρό τους θα ’χουντους ύμνους τους Πινδαρικούς και της ελιάς τους κλάδους. Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, καταραμένα χρόνιακι αγάλια αγάλια αχάριστος ξεγελασμένος κόσμοςσε σβήσει από το λατρεμό κι από τη θύμησή του,480θα πέσεις, θα αποκοιμηθείς βαθιά, δε θα πεθάνεις.Γιατί είν’ οι θεοί αθάνατοι και Χάρο δε φοβούνται,ξεχάνονται, δε χάνονται, την πλάση πάντα ορίζουν,κι αν τους αρνιούνται οι άνθρωποι, πάντα θυμούντ’ εκείνοι.Όμοια θα νά εισαι αθάνατη κι εσύ σαν τους θεούς σου,485εσύ, ερωμένη των θεών, ω πολυαγαπημένη!Όταν της Μοίρας η βουλή που δεν ακούει κανένα,που δεν τη σταματάει κανείς, έρθει καιρός να στρέξει,και πατηθείς κι ερημωθείς και μ’ αρνηθείς κι εμένα,εγώ κι αθώρητη από σε κι από τον κόσμον όλο,490πάντα σιμά σου θ’ αγρυπνώ και θα σε παραστέκω.Τότε θε να γενείς κι εσύ σαν τα ποτάμια εκείνα,που τα ρουφάει τα καταπίνει η γη στα καταχθόνιακαι τρέχουν τα μουρμουριστά κι ολάργυρα νερά τουςκάτου απ’ τον άμμο κι απ’ τη γη κι άφαντα και κρυμμένα495ώσπου τελειώσει ο δρόμος τους και φτάσουνε σε τόποκαι βγουν ξανά στη λαγκαδιά, ξαναδειχτούν στον ήλιοκι ο ουρανός καθρεφτιστεί στο ρέμα τους και πάλι.Χαρά σε σένα, αθάνατη και δοξασμένη Αθήνα!Ωσάν την πάναγνην ελιά ποτέ που δεν τα ρίχνει500τα φύλλα τ’ ασημένια της χειμώνα καλοκαίρι,και στους ελεύτερους καιρούς και στης σκλαβιάς τα χρόνιαη φωτισμένη Ακρόπολη θα ’χει τη δόξα αιώνια!» Ι΄Είπες, και το κοντάρι σου βαριά χτυπάει το βράχο,κι ο βράχος σειέται, σχίζεται, και σα θεριό μουγκρίζει505κι απ’ την πλατιά τη σχισματιά που δείχνει στα πλευρά τουέτσι απαλά και σιγαλά, σαν όνειρο δικαίου,και σα ζωή χαρούμενη κι ειρηνική και πλούσιαμέσ’ από χρόνια συμφοράς και φτώχειας και πολέμων,φύτρωσε η πρωτογέννητη ελιά, δικό σου δέντρο.510Αδειάζ’ η Αυγούλα η ντροπαλή όση δροσιά κι αν έχειαπ’ το χρυσό της το σκαμνί στα φύλλα της απάνου,και οι πρωινοί κορυδαλλοί την πρωτοχαιρετάνεκαι οι ζέφυροι στα κλώνια της, και κρυφοπαιγνιδίζουν,κι η Δήμητρα τη χαίρεται και στον καρπό της μέσα515τις φωτερές αχτίδες του τις απιθώνει ο Ήλιος. Αλλ’ ω του Ολύμπου δύναμη και ω γλώσσα της σοφίαςπου δείχνεσαι με θάματα, που δε μιλείς με λόγια!Η πρωτογέννητ’ η ελιά γοργά γοργά ξαπλώνεικορμό, κλωνιά, φύλλα, καρπούς, κι υψώνεται, θεριεύει·520περνάει τα πεύκα του βουνού, τα έλατα περνάει,και τις τρανές βελανιδιές και τα ψηλά πλατάνια.Κι οι φοινικιές οι αμέτρητες, τα ολόρθα κυπαρίσσιαφαίνονται σα χαμόκλαδα και χάνονται μπροστά της.Η πρωτογέννητ’ η ελιά φουντώνει, μεγαλώνει,525και νά! σκεπάζει μονομιάς κι ολούθενε αγκαλιάζειο ίσκιος της, πλατύς, παχύς, ολόκληρο το βράχο·και στον πλατύ και στον παχύ τον ίσκιον αποκάτουξανοίγουν την Ακρόπολη τα μάτια των ανθρώπωνμε μια εμορφάδα απάντεχη και μ’ αφεντιά περίσσια530πλασμένη από μαρμάρινους ναούς που λες δεν ξέρουννα πλάσουν έτσι αρμονικά τα χέρια των ανθρώπων,κι από μαρμάρινους θεούς που λάμπουν τώρα αιώνεςγεμάτοι αλήθεια ουρανική κι αλόγιαστη γαλήνη! Την ώρα που τα θάμπωνε τα μάτια των ανθρώπων535με της πρωτόλουβης ελιάς το θεριεμένο θάμαη προφητεία της άφταστης και μακρυσμένης δόξας,την ώρα εκείνη, εσύ ω θεά σοφή, παλικαρίσια,ξεφανερώθηκες κι εσύ στα θαμπωμένα μάτια.Και με τρανόν αλαλαγμό, φωνή χαράς και νίκης,540σαν τη φωνή που σκόρπισες την ώρα που γεννήθης,στον ουρανόν υψώθηκες κι αστραφτερή αφανίστης.Κι όταν η μέρα πέρασε και γύρισε το βράδυφάνηκε σα χιλιάστερο στον ουρανό ποτάμιο Γαλαξίας ολόλευκος, του διάβα σου σημάδι. ΙΑ΄545Κι απ’ τη στιγμή που υψώθηκες κι αστραφτερή αφανίστηςώς τη στιγμή που ολόλευκος πρόβαλε ο Γαλαξίας,η πλάση από την άφραστην εικόνα σου γεμάτη,η πλάση, και άνθρωποι και θεοί και πλάσματα και πλάστες,τ’ αστέρια τα τετράψηλα κι οι χαμηλές βιολέτες,550άνεμοι, θάλασσες, στεριές, βουνά, ποτάμια, λόγγοι,ό,τι έχει χρώμα και ζωή και μίλημα και σχήμα,φυσήματα, μουρμουρητά, δροσούλες, μοσκοβόλια,ταιριάζουνε τ’ αταίριαστα και τ’ άσμιχτ’ αποσμίγουν,κι έτσι, Θεά, σε υμνολογούν, έτσι σε τραγουδούνε: 555«Σαν τί τραγούδι να βρεθεί που να ταιριάζει εσένα;στο ολόλευκό σου φόρεμα που το ’χουν υφασμένοτα χέρια τα σοφότερα και τα δικά σου χέριαφαίνεται χρυσοκεντιστός ο ουρανός με τ’ άστρα.Οι δίπλες του ταράζονται στο κάθε κίνημά σου560σαν κύματα που τα φιλούν του φεγγαριού οι αχτίνες,και τρέμοντας λαμποκοπούν από το φίλημά τους.Στης περικεφαλαίας σου τον ίσκιον αποκάτουχωρούν και σκέπη βρίσκουνε χιλιάδες παλικάρια.Στον ίσκιο σου χαρούμενα μερεύουν τα λιοντάρια.565Το μέτωπό σου ασκέπαστο ξανοίγετ’ αποπέρασαν τ’ άστρο του Ωρίωνα, πρώτο στ’ αστέρια τ’ άλλα.Απάνου στης ασπίδας σου τ’ απάρθενο χρυσάφισου σκάλισε τους Γίγαντες ένας θεός τεχνίτηςτην ώρα που τον Όλυμπο χιμάν και φοβερίζουν,570κι έτσι εκεί πάνου μια ζωή τη χάρισε και η Τέχνηπαντοτινή στη λύσσα τους και στη δική σου νίκη!Στη μέση από τ’ αμόλυντο και τ’ άγγιχτό σου στήθοςπου διασκορπίζει μυστική μοσχοβολιά από κρίνα,κι ασάλευτο, καμαρωτό τεντώνει, ξεχωρίζει,575το στοιχειωμένο δείχνεται κεφάλι της Γοργόνας.Αλίμονο στους πονηρούς! Το βλέπουν, μαρμαρώνουν.Έτσι ό,τι γγίξει ο κεραυνός το κάνει μαύρη στάχτη,και της αλήθειας η πνοή το ψέμ’ αποστομώνει.Γύρω στα πόδια σου γλιστρούν και σου φιλούν τα χέρια580όρνια άλλου κόσμου και πουλιά και φίδια μαγεμένα,—και τω’ φιδιών τα στόματα λαλούνε σαν αηδόνια—και κρέμοντ’ όλα υπάκοα μονάχ’ απ’ τη ματιά σου.Κι ο Φόβος κι ο Κατατρεμός και η Δύναμη και η Νίκηλάμπουν, μαυρίζουν, καρφωμένα στέκονται σιμά του.585Τριγύρω σου λιγοθυμά τ’ αγέρι φοβισμένο.Το στόμα σου κι όποιος το ιδεί, και δίχως να τ’ ανοίξεις,νιώθει πως λόγια γνωστικά, λόγια σοφά θα βγάλει.Κι ενώ εισαι σαν την άδολη του βράχου εσύ ανεμώνη,ένας σου λόγος τους λαούς γεννάει και μεγαλώνει.590Μέρα σκορπούν τα μάτια σου τα γαλανά στη μέρα.Δόξα σοι, δόξα σοι, θεά παρθένα και Μητέρα! |
Σχόλια